- παρακάμπτω
- παρακάμπτω, παρέκαμψα βλ. πίν. 11
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παρακάμπτω — ΝΑ 1. προσπερνώ ένα σημείο βαδίζοντας πλάι ή γύρω από αυτό 2. μτφ. αποφεύγω δύσκολη κατάσταση, υπερνικώ εμπόδιο, διαφεύγω ενεργώντας έξυπνα και επιδέξια νεοελλ. ναυτ. (για πλοία) περνώ δίπλα από ακρωτήριο και πλέω γύρω απ αυτό, παραπλέω ακρωτήριο … Dictionary of Greek
παρακάμπτω — παρέκαμψα, παρακάμφθηκα 1. αποφεύγω εμπόδια, δυσκολίες. 2. (για πλοία), καβατζάρω, παραπλέω ακρωτήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek
παράκαμψη — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρακάμπτω, προσπέραση ενός σημείου που βρίσκεται στον δρόμο με κυκλική κίνηση δίπλα από αυτό 2. μτφ. αποφυγή δύσκολης ή επικίνδυνης κατάστασης, διαφυγή με επιδέξιες και έξυπνες ενέργειες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
περιγνάμπτω — ΜΑ κάμπτω, κλίνω, λυγίζω αρχ. 1. προχωρώντας ή οδηγώντας παρακάμπτω κάτι και τό προσπερνώ 2. (για πλοίο) περιπλέω ακρωτήριο, παρακάμπτω, καβατζάρω 3. κυρτώνομαι, λυγίζω 4. μτφ. εξαναγκάζω κάποιον να μεταβάλει γνώμη, τόν κάνω να καμφθεί, να… … Dictionary of Greek
ανακάμπτω — (Α ἀνακάμπτω) 1. κάμπτω, λυγίζω, στρέφω κάτι προς τα επάνω ή προς τα πίσω 2. επιστρέφω, επανέρχομαι, ξαναγυρίζω (στα αρχ. και μέσ.) νεοελλ. παρακάμπτω αρχ. 1. κάνω κάτι να επιστρέψει, να γυρίσει πίσω 2. περπατώ πάνω κάτω 3. (στη Λογ.) αντιστρέφω… … Dictionary of Greek
γνάμπτω — και γνάπτω και κνάμπτω (Α) 1. κάμπτω 2. αλλάζω τη γνώμη κάποιου 3. παρακάμπτω (έναν τόπο) … Dictionary of Greek
γυρίζω — (Μ γυρίζω) 1. [γύρος] 1. περιέρχομαι, περιοδεύω 2. στρέφω κάποιον ή κάτι 3. μεταβάλλω κάποιον ή κάτι 4. κάνω κάποιον να επιστρέψει 5. αλλάζω κατεύθυνση 6. αλλάζω διαθέσεις 7. επιστρέφω, επανέρχομαι νεοελλ. 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. εκτρέπω,… … Dictionary of Greek
καβατζάρω — ναυτ. 1. παρακάμπτω ακρωτήριο, κάβο 2. σύρω σχοινί από τη μια πλευρά τού πλοίου στην άλλη 3. μτφ. αποφεύγω, ξεπερνώ κάποιον ή κάτι … Dictionary of Greek
παρακαμπτήριος — α, ο 1. αυτός που χρησιμεύει για παράκαμψη 2. φρ. α) «παρακαμπτήρια γραμμή» δευτερεύουσα σιδηροδρομική γραμμή, παράλληλη προς την κύρια, στους σταθμούς ή στις στάσεις, για να βοηθάει στη διασταύρωση ή στους ελιγμούς τών αμαξοστοιχιών β)… … Dictionary of Greek